Ετυμολογία

επεξεργασία
καταγίνομαι < κατά + γίνομαι

καταγίνομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. ασχολούμαι
  2. καταπιάνομαι με κάτι, ένα αντικείμενο ή μια ασχολία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία