Ετυμολογία

επεξεργασία
καταπιάνομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καταπιάνομαι (επιχειρώ κάτι), μέση φωνή του ρήματος καταπιάνω (κυριεύω) < (κατά) κατα- + πιάνω, πιάνομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.taˈpça.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐πιά‐νο‐μαι

καταπιάνομαι, αόρ.: καταπιάστηκα (χωρίς παθητική φωνή)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταπιάνομαι: μέση φωνή του ρήματος καταπιάνω < κατα- + πιάνω

καταπιάνομαι

  1. επιχειρώ
  2. συνδέομαι ερωτικά ή φιλικά
  3. τακτοποιούμαι
  4. μπλέκομαι σε κάτι

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία