αφοσιώνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφοσιώνομαι < αρχαία ελληνική ἀφοσιόομαι / ἀφοσιοῦμαι (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική se dévouer)
Ρήμα επεξεργασία
αφοσιώνομαι (αποθετικό ρήμα)
- αφιερώνομαι ολόψυχα σε κάποιον ή κάτι
Συγγενικά επεξεργασία
- αφοσιωμένα
- αφοσιωμένος
- αφοσίωση
- → δείτε τη λέξη όσιος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφοσιώνομαι