Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφοσιωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αφοσιωμέν
ος
η
αφοσιωμέν
η
το
αφοσιωμέν
ο
γενική
του
αφοσιωμέν
ου
της
αφοσιωμέν
ης
του
αφοσιωμέν
ου
αιτιατική
τον
αφοσιωμέν
ο
την
αφοσιωμέν
η
το
αφοσιωμέν
ο
κλητική
αφοσιωμέν
ε
αφοσιωμέν
η
αφοσιωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αφοσιωμέν
οι
οι
αφοσιωμέν
ες
τα
αφοσιωμέν
α
γενική
των
αφοσιωμέν
ων
των
αφοσιωμέν
ων
των
αφοσιωμέν
ων
αιτιατική
τους
αφοσιωμέν
ους
τις
αφοσιωμέν
ες
τα
αφοσιωμέν
α
κλητική
αφοσιωμέν
οι
αφοσιωμέν
ες
αφοσιωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αφοσιωμένος
:
μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος
αφοσιώνομαι
Μετοχή
επεξεργασία
αφοσιωμένος, -η, -ο
που έχει
αφοσιωθεί
σε κάτι ή σε κάποιον
Συνώνυμα
επεξεργασία
πιστός
προσηλωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφοσιωμένος
αγγλικά
:
loyal
(en)
,
dedicated
(en)
·
σε συγκεκριμένη εργασία
:
hard at it
(en)
,
go hard at
(en)
γαλλικά
:
appliqué
(fr)
,
zélé
(fr)
,
dévoué
(fr)
ισπανικά
:
dedicado
(es)
,
entregado
(es)