Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προσηλωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συνώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προσηλωμέν
ος
η
προσηλωμέν
η
το
προσηλωμέν
ο
γενική
του
προσηλωμέν
ου
της
προσηλωμέν
ης
του
προσηλωμέν
ου
αιτιατική
τον
προσηλωμέν
ο
την
προσηλωμέν
η
το
προσηλωμέν
ο
κλητική
προσηλωμέν
ε
προσηλωμέν
η
προσηλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προσηλωμέν
οι
οι
προσηλωμέν
ες
τα
προσηλωμέν
α
γενική
των
προσηλωμέν
ων
των
προσηλωμέν
ων
των
προσηλωμέν
ων
αιτιατική
τους
προσηλωμέν
ους
τις
προσηλωμέν
ες
τα
προσηλωμέν
α
κλητική
προσηλωμέν
οι
προσηλωμέν
ες
προσηλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προσηλωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
προσηλώνω
Συνώνυμα
επεξεργασία
συγκεντρωμένος
αφοσιωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσηλωμένος
γαλλικά
:
attaché
(fr)
,
fixé
(fr)