Ετυμολογία

επεξεργασία
προσηλώνω < αρχαία ελληνική προσηλόω / προσηλῶ (καρφώνω) < πρός + ἧλος

προσηλώνω (παθητική φωνή: προσηλώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία