προσήλωση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προσήλωση < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή προσήλω(σις) + -ση < προσηλόω (καρφώνω) < πρός + ἧλος (καρφί)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈsi.lo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σή‐λω‐ση
- παλαιός συλλαβισμός : προσ‐ή‐λω‐ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προσήλωση θηλυκό
- η χωρίς αποκλίσεις σταθερή κατεύθυνση του βλέμματος και της προσοχής σε ένα στόχο
- η επικέντρωση σε συγκεκριμένο σκοπό-στόχο, η αφοσίωση
- δείχνει προσήλωση στο καθήκον του