συγκέντρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συγκέντρωση | οι | συγκεντρώσεις |
γενική | της | συγκέντρωσης* | των | συγκεντρώσεων |
αιτιατική | τη | συγκέντρωση | τις | συγκεντρώσεις |
κλητική | συγκέντρωση | συγκεντρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκεντρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συγκέντρωση < ελληνιστική συγκέντρωσις < συγκεντρῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκέντρωση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συγκεντρώνω και του συγκεντρώνομαι
- μάζεμα
- πρώτος σκοπός της Μακντόναλντ ήταν η συγκέντρωση και ψηφιοποίηση όλων των αρχαίων ελληνικών κειμένων
- μάζωξη, συνάθροιση πολλών ατόμων ή αντικειμένων σε ένα σημείο
- όταν το κράτος βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις άνω των πέντε ατόμων
- κατάσταση στην οποία κάποιος σκέφτεται μόνο για κάτι συγκεκριμένο
- (χημεία) αναλογία της ποσότητας μιας ουσίας σχετικά με την ποσότητα μιας άλλης ουσίας σε ένα μείγμα ή διάλυμα
- η συγκέντρωση αλάτων στο νερό είναι απαγορευτική για να το πιει κάποιος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη συγκεντρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πνευματική κατάσταση
όρος της χημείας
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια