μάζεμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μάζεμα | τα | μαζέματα |
γενική | του | μαζέματος | των | μαζεμάτων |
αιτιατική | το | μάζεμα | τα | μαζέματα |
κλητική | μάζεμα | μαζέματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μάζεμα < μαζεύω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μάζεμα ουδέτερο
- η ενέργεια του μαζεύω
- το μάζεμα της ελιάς
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μάζεμα