Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στένεμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στένεμα
τα
στενέμα
τ
α
γενική
του
στενέμα
τ
ος
των
στενεμά
τ
ων
αιτιατική
το
στένεμα
τα
στενέμα
τ
α
κλητική
στένεμα
στενέμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στένεμα
<
στενεύω
+
-μα
<
στενός
+
-εύω
<
αρχαία ελληνική
στενός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈste.ne.ma
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στένεμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
στενεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στένεμα
αγγλικά
:
narrowing
(en)
,
tapering
(en)
,
contraction
(en)