• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

στένεμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στένεμα τα στενέματα
      γενική του στενέματος των στενεμάτων
    αιτιατική το στένεμα τα στενέματα
     κλητική στένεμα στενέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στένεμα < στενεύω + -μα < στενός + -εύω < αρχαία ελληνική στενός

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈste.ne.ma/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

στένεμα ουδέτερο

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στενεύω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    στένεμα
  • αγγλικά : narrowing (en), tapering (en), contraction (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=στένεμα&oldid=5531418"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Φεβρουαρίου 2022, στις 17:52
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Φεβρουαρίου 2022, στις 17:52.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie