ενικός         πληθυντικός  
contraction contractions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

contraction (en)

  1. (φυσική) η συστολή (μείωση όγκου)
  2. (ιατρική) η συστολή (πριν τον τοκετό)
  3. η συστολήσύσπαση) ενός μυός
  4. (οικονομία) περίοδος ύφεσης, αρνητικής ανάπτυξης
  5. (γραμματική) η συναίρεση, η συγχώνευση, συγκεκομμένη μορφή λέξης ή φράσης
    ⮡  Don't is a contraction of do not.
    Don't είναι συναίρεση του do not.
    ⮡  He's is a contraction of he is.
    He's είναι συγχώνευση του he is.
  6. (γραμματική) η συγκοπή, αποβολή φθόγγων στο μέσον μιας λέξης
     συνώνυμα: syncope



  Ετυμολογία

επεξεργασία
contraction < λατινική contractio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ̃.tʁak.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
contraction contractions

contraction (fr) θηλυκό

  1. (φυσική) η συστολή (μείωση όγκου)
  2. (ιατρική) η συστολή (πριν τον τοκετό)
  3. η συστολήσύσπαση) ενός μυός
     αντώνυμα: extension
  4. η συρρίκνωση
  5. (γραμματική) συγκεκομμένη μορφή λέξης ή φράσης, προϊόν έκκρουσης
    « aux » provient de la contraction de « à » et de « les »

Συγγενικά

επεξεργασία