ύφεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ύφεση | οι | υφέσεις |
γενική | της | ύφεσης* | των | υφέσεων |
αιτιατική | την | ύφεση | τις | υφέσεις |
κλητική | ύφεση | υφέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υφέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ύφεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕφε(σις) (χαλάρωση των χορδών μουσικού οργάνου, ελάττωση)+ -ση[1] < ὑφίημαι (υποχωρώ) < ὑπό (ύφ-) ἵημι.
- υποχώρηση έντασης < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική détente
- οικονομική ύφεση < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dépression
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαύφεση θηλυκό
- υποχώρηση της έντασης
- (ιατρική) η μείωση της έντασης μιας ασθένειας, η υποχώρηση των συμπτωμάτων της
- (διεθνής πολιτική) η μείωση της έντασης ανάμεσα στα έθνη, η μείωση των εξοπλισμών
- (οικονομία) η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας
- (μουσική) η αλλοίωση ενός φθόγγου κατά ένα ημιτόνιο προς τα κάτω
- σύμβολο:
- ≠ αντώνυμα: δίεση
- → και δείτε τη λέξη διπλή ύφεση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ύφεση στην οικονομία
ύφεση στη μουσική
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ύφεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας