↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οικονομικός η οικονομική το οικονομικό
      γενική του οικονομικού της οικονομικής του οικονομικού
    αιτιατική τον οικονομικό την οικονομική το οικονομικό
     κλητική οικονομικέ οικονομική οικονομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οικονομικοί οι οικονομικές τα οικονομικά
      γενική των οικονομικών των οικονομικών των οικονομικών
    αιτιατική τους οικονομικούς τις οικονομικές τα οικονομικά
     κλητική οικονομικοί οικονομικές οικονομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οικονομικός < αρχαία ελληνική οἰκονομικός

  Επίθετο

επεξεργασία

οικονομικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με την οικονομία και τη διαχείριση των χρημάτων ενός κράτους, επιχείρησης, ιδιώτη κλπ
    οικονομικά μεγέθη, οικονομικός σύμβουλος
  2. φτηνός σε σχέση με αυτό που προσφέρει
    ψάχνω για αυτοκίνητο καλό και οικονομικό
  3. που σχετίζεται με τη συνετή διαχείριση των υλικών και χρηματικών πόρων και την αποφυγή της σπατάλης
    αυτό το αυτοκίνητο ίσως δεν είναι τόσο φτηνό αλλά αποδεικνύεται πολύ οικονομικό στην κατανάλωση βενζίνης
    • οικονομική συσκευασία: για προϊόντα συσκευασμένα σε μεγάλες ποσότητες ώστε να επιτυγχάνεται καλύτερη αναλογία τιμής ανά μονάδα βάρους ή όγκου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία