Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

financial < finance

  Επίθετο επεξεργασία

financial (en)

  1. χρηματοοικονομικός
  2. οικονομικός, σχετικός με την κίνηση του χρήματος
  3. οικονομικώς τακτοποιημένο μέλος ενός συλλόγου κλπ

Δείτε επίσης επεξεργασία