financial
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfinancial (en) (χωρίς παραθετικά)
- οικονομικός, χρηματοοικονομικός, συνδέονται με χρήματα και οικονομικά
- ⮡ We’re having some financial setbacks.
- Έχουν μερικές οικονομικές αναποδιές.
- ⮡ Children’s tuition fees are yet another financial burden for the family.
- Τα δίδακτρα των παιδιών είναι ένα πρόσθετο οικονομικό βάρος για την οικογένεια.
- ⮡ We’re having some financial setbacks.