εσπεράντο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.speˈɾan.do/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐σπε‐ρά‐ντο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εσπεράντο θηλυκό άκλιτο
- τεχνητή γλώσσα με απλή γραμματική και συντακτικό που βασίζεται σε στοιχεία από λατινογενείς γλώσσες
Επεξεργασία
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- Ονομαζόταν αρχικά internacia lingvo (διεθνής γλώσσα). Πήρε το όνομα εσπεράντο από το 1887 και έπειτα, όταν ο δημιουργός της, Ζάμενχοφ, χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Doktoro Esperanto (ο δόκτορας που ελπίζει), με το οποίο υπέγραψε το πρώτο βιβλίο που εξηγούσε τις βάσεις της γλώσσας.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εσπεράντο