↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εσπεραντικός η εσπεραντική το εσπεραντικό
      γενική του εσπεραντικού της εσπεραντικής του εσπεραντικού
    αιτιατική τον εσπεραντικό την εσπεραντική το εσπεραντικό
     κλητική εσπεραντικέ εσπεραντική εσπεραντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εσπεραντικοί οι εσπεραντικές τα εσπεραντικά
      γενική των εσπεραντικών των εσπεραντικών των εσπεραντικών
    αιτιατική τους εσπεραντικούς τις εσπεραντικές τα εσπεραντικά
     κλητική εσπεραντικοί εσπεραντικές εσπεραντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εσπεραντικός < εσπεράντ(ο) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.spe.ɾan.diˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

εσπεραντικός

  • σχετικός με τη γλώσσα εσπεράντο, γραμμένος σε αυτή τη γλώσσα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία