εσπεραντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εσπεραντικός < εσπεράντ(ο) + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.spe.ɾan.diˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαεσπεραντικός
- σχετικός με τη γλώσσα εσπεράντο, γραμμένος σε αυτή τη γλώσσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία εσπεραντικός