ενικός         πληθυντικός  
espérantiste espérantistes

espérantiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εσπεραντικός

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
espérantiste espérantistes

espérantiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εσπεραντιστής - εσπεραντίστρια