εσπεραντιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εσπεραντιστής < εσπεράντο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεσπεραντιστής αρσενικό (θηλυκό εσπεραντίστρια)
- αυτός που μιλάει την εσπεράντο
Μεταφράσεις
επεξεργασία εσπεραντιστής
εσπεραντιστής αρσενικό (θηλυκό εσπεραντίστρια)