esperantisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | esperantisto | esperantistoj |
αιτιατική | esperantiston | esperantistojn |
esperantisto (eo)
- αυτός που μιλάει την εσπεράντο, εσπεραντιστής