Δείτε επίσης: Κατηγορία:Λευκορωσική γλώσσα
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα λευκορωσικά
      γενική των λευκορωσικών
    αιτιατική τα λευκορωσικά
     κλητική λευκορωσικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λευκορωσικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λευκορωσικός στον πληθυντικό
 
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lef.ko.ɾo.siˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λευ‐κο‐ρω‐σι‐κά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λευκορωσικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία