αζεριανά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αζεριανά | ||
γενική | των | αζεριανών | ||
αιτιατική | τα | αζεριανά | ||
κλητική | αζεριανά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αζεριανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αζεριανός στον πληθυντικό < Αζέρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ze.ɾi.aˈna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ζε‐ρι‐α‐νά
Ουσιαστικό
επεξεργασίααζεριανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό και αζερμπαϊτζανικά
- γλώσσα που μιλιέται στον Καύκασο, κυρίως στο Αζερμπαϊτζάν και στο Ιράν, αζερική γλώσσα, γλώσσα αζερί που ανήκει στις τουρκικές γλώσσες
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αζεριανά