Καύκασος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καύκασος | οι | Καύκασοι |
γενική | του | Καυκάσου & Καύκασου |
των | Καυκάσων |
αιτιατική | τον | Καύκασο | τους | Καυκάσους & Καύκασους |
κλητική | Καύκασε | Καύκασοι | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Καύκασος < αρχαία ελληνική Καύκασος
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Καύκασος αρσενικό
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Καύκασος
|