Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καύκασος οι Καύκασοι
      γενική του Καυκάσου
Καύκασου
των Καυκάσων
    αιτιατική τον Καύκασο τους Καυκάσους
Καύκασους
     κλητική Καύκασε Καύκασοι
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

 
Δορυφορική φωτογραφία του Καυκάσου
Καύκασος < αρχαία ελληνική Καύκασος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkaf.ka.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καύ‐κα‐σος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καύκασος αρσενικό

  1. οροσειρά στη δυτική Ασία
  2. περιοχή της Ευρασίας
    ※ Ο Καύκασος ιστορικά υπήρξε κοιτίδα των πολλών λαών και σημαντικός χώρος μυθολογικής αναφοράς. Ακόμα και στο ερώτημα περί του τόπου γένεσης των λεγόμενων ινδοευρωπαϊκών λαών, η πλέον σύγχρονη επιστημονική εκδοχή προτείνει τον Καύκασο ως αρχέγονη κοιτίδα. Όμως ανεξάρτητα από τα ερωτήματα των επιστημόνων και τους κληρονομημένους μύθους, ο Καύκασος παραμένει μια πολυεθνική περιοχή που παράγει διαρκώς ένταση και συγκρούσεις.
    Βλάσης Αγτζίδης, Καύκασος, κοιτίδα λαών και εντάσεων, Η Καθημερινή, 17 Αυγούστου 2008

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Καύκασος
      γενική τοῦ Καυκάσου
      δοτική τῷ Καυκάσ
    αιτιατική τὸν Καύκασον
     κλητική ! Καύκασε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καύκασος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καύκασος αρσενικό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία