Καυκασίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Καυκασίς | αἱ | Καυκασίδες | ||||
γενική | τῆς | Καυκασίδος | τῶν | Καυκασίδων | ||||
δοτική | τῇ | Καυκασίδῐ | ταῖς | Καυκασίσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | Καυκασίδᾰ | τὰς | Καυκασίδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | Καυκασίς* | Καυκασίδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Καυκασίδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Καυκασίδοιν | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καυκασίς < αρχαία ελληνική Καύκασ(ος) + -ίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΚαυκασίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Καυκάσιος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Καύκασος
Πηγές
επεξεργασία- Καυκασίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.