οροσειρά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οροσειρά | οι | οροσειρές |
γενική | της | οροσειράς | των | οροσειρών |
αιτιατική | την | οροσειρά | τις | οροσειρές |
κλητική | οροσειρά | οροσειρές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɔ.ɾɔ.si.ˈɾa/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οροσειρά θηλυκό
- (γεωγραφία) γεωγραφική περιοχή η οποία περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό βουνών τα οποία συνδέονται μεταξύ τους
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οροσειρά