βουνοσειρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βουνοσειρά θηλυκό
- η οροσειρά
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βουνοσειρά
|