Δείτε επίσης: Κατηγορία:Βουνά (νέα ελληνικά), Βουνό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βουνό τα βουνά
      γενική του βουνού των βουνών
    αιτιατική το βουνό τα βουνά
     κλητική βουνό βουνά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
χιονισμένα βουνά
 
εκδρομή στο βουνό

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βουνό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουνό(ν) < αρχαία ελληνική βουνός (λόφος)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vuˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐νό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουνό ουδέτερο

  1. (γεωγραφία) μεγάλο ύψωμα του εδάφους
    ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν
  2. (μεταφορικά) μεγάλος φόρτος εργασίας
    άφησε τη δουλειά να μαζευτεί και τώρα του φαίνεται βουνό
  3. η ορεινή εξοχή
    πέρσι περάσαμε τις διακοπές μας στο βουνό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

ύψωμα της Γης

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία