Δείτε επίσης: Κατηγορία:Βουνά (νέα ελληνικά), Βουνό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βουνό τα βουνά
      γενική του βουνού των βουνών
    αιτιατική το βουνό τα βουνά
     κλητική βουνό βουνά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χιονισμένα βουνά
εκδρομή στο βουνό

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουνό ουδέτερο

  1. (γεωγραφία) μεγάλο ύψωμα του εδάφους
      ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν
  2. (μεταφορικά) μεγάλος φόρτος εργασίας
      άφησε τη δουλειά να μαζευτεί και τώρα του φαίνεται βουνό
  3. η ορεινή εξοχή
     πέρσι περάσαμε τις διακοπές μας στο βουνό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

ύψωμα της Γης

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία