σράναν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασράναν
- που σχετίζεται με τη γλώσσα σράναν
Ουσιαστικό
επεξεργασίασράναν άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
![]() |
σράναν
σράναν άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό