μαλαϊκά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μαλαϊκά | ||
γενική | των | μαλαϊκών | ||
αιτιατική | τα | μαλαϊκά | ||
κλητική | μαλαϊκά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μαλαϊκά < από το επίθετο μαλαϊκός, στον πληθυντικό του ουδέτερου.
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μαλαϊκά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο, γλώσσα) η γλώσσα μαλάι, τα μαλάι, η μαλαϊκή γλώσσα, γλώσσα που μιλιέται στη Μαλαισία και στο σουλτανάτο του Μπρουνέι. Ανήκει στη μαλαισιο-πολυνησιακή ομάδα των αυστραλιανών γλωσσών και μιλιέται κυρίως στη νοτιοανατολική Ασία