Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
munte
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Ρουμανικά
(ro)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κλίση του
munte
ενικός
πληθυντικός
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
ονομαστική
un
munte
muntele
nişte
munți
munții
γενική
a unui
munte
muntelui
a unor
munți
munților
δοτική
a unui
munte
muntelui
a unor
munți
munților
αιτιατική
un
munte
muntele
nişte
munți
munții
κλητική
—
-
—
-
munte
(ro)
αρσενικό
το
βουνό
, το
όρος