Δείτε επίσης: Κατηγορία:Αστουριανή γλώσσα

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αστουριανά
      γενική των αστουριανών
    αιτιατική τα αστουριανά
     κλητική αστουριανά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αστουριανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αστουριανός στον πληθυντικό

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /a.stu.ɾi.aˈna/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐στου‐ρι‐α‐νά

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αστουριανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

αστουριανά