αστουριανά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αστουριανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αστουριανός στον πληθυντικό
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αστουριανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- κωδικός: ast
- Asturian language στην αγγλική Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
αστουριανά
- ουδέτερο του αστουριανός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού