Αστούρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αστούρια | ||
γενική | της | Αστούριας | ||
αιτιατική | την | Αστούρια | ||
κλητική | Αστούρια | |||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈstu.ɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐στού‐ρι‐α
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αστούρια θηλυκό, μόνο στον ενικό
- αυτόνομη κοινότητα της Ισπανίας
- ※ Στη φιλειρηνική Ισπανία η τεράστια ανεργία αντιμετωπίζεται με επιπλέον λιτότητα και πλαστικές σφαίρες κατά των απεργών ανθρακωρύχων της Αστούριας. Η κλιμάκωση βίας ειδικά στην Αστούρια θυμίζει στους Ισπανούς ότι από εκεί ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος το 1934, και εκεί η φρανκική δικτατορία προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταστείλει βίαια την πρώτη μεταφρανκική γενική απεργία το 1962.
- Νίκος Γ. Ξυδάκης, Ευρώπη χωρίς βηματισμό, Η Καθημερινή, 14 Ιουλίου 2012
- ※ Στη φιλειρηνική Ισπανία η τεράστια ανεργία αντιμετωπίζεται με επιπλέον λιτότητα και πλαστικές σφαίρες κατά των απεργών ανθρακωρύχων της Αστούριας. Η κλιμάκωση βίας ειδικά στην Αστούρια θυμίζει στους Ισπανούς ότι από εκεί ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος το 1934, και εκεί η φρανκική δικτατορία προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταστείλει βίαια την πρώτη μεταφρανκική γενική απεργία το 1962.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- Αστουριανός / Αστουριανή
- αστουριανός
- αστουριανά
- Αστούριας (επώνυμο)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Αστούριες στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αστούρια
|
Πηγές επεξεργασία
- Αστούρια - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας