πορτογαλικά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
πορτογαλικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πορτογαλικός στον πληθυντικό
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πορτογαλικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η γλώσσας της Πορτογαλίας που μιλιέται και σε παλιές αποικίες της
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πορτογαλικά
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
πορτογαλικά
- στα πορτογαλικά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πορτογαλικά
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
πορτογαλικά
- πορτογαλικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού