Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πορτογαλικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Επίθετο
1.1.1
Συνώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πορτογαλικ
ός
η
πορτογαλικ
ή
το
πορτογαλικ
ό
γενική
του
πορτογαλικ
ού
της
πορτογαλικ
ής
του
πορτογαλικ
ού
αιτιατική
τον
πορτογαλικ
ό
την
πορτογαλικ
ή
το
πορτογαλικ
ό
κλητική
πορτογαλικ
έ
πορτογαλικ
ή
πορτογαλικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πορτογαλικ
οί
οι
πορτογαλικ
ές
τα
πορτογαλικ
ά
γενική
των
πορτογαλικ
ών
των
πορτογαλικ
ών
των
πορτογαλικ
ών
αιτιατική
τους
πορτογαλικ
ούς
τις
πορτογαλικ
ές
τα
πορτογαλικ
ά
κλητική
πορτογαλικ
οί
πορτογαλικ
ές
πορτογαλικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
πορτογαλικός, -ή, -ό
που αναφέρεται ή ανήκει στην ή κατάγεται από την
Πορτογαλία
Συνώνυμα
επεξεργασία
πορτογαλέζικος
πορτουγέζικος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πορτογαλικός
αγγλικά
:
Portuguese
(en)
αλβανικά
:
portugalez
(sq)
(
αρσ
),
portugaleze
(sq)
(
θηλ
)
αρωμουνικά
:
purtugalescu
(roa-rup)
(
αρσ
),
purtugaleascã
(roa-rup)
(
θηλ
)
γαλλικά
:
portugais
(fr)
γερμανικά
:
portugiesisch
(de)
εσπεράντο
:
portugala
(eo)
ισπανικά
:
portugués
(es)
ολλανδικά
:
Portugees
(nl)
πολωνικά
:
portugalski
(pl)
πορτογαλικά
:
português
(pt)
ρουμανικά
:
portughezesc
(ro)
(
αρσ
),
portughezească
(ro)
(
θηλ
)
σουηδικά
:
portugisisk
(sv)
τουρκικά
:
portekizli
(tr)
φινλανδικά
:
portugalilainen
(fi)