• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

português

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : Κατηγορία:Πορτογαλική γλώσσα, portugués

Πορτογαλικά (pt)

επεξεργασία

Επίθετο

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
αρσενικό português portugueses
θηλυκό portuguesa portuguesas

português (pt)

  • πορτογαλικός

Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
αρσενικό português portugueses
θηλυκό portuguesa portuguesas

português (pt)

  1. (εθνικό όνομα) Πορτογάλος / Πορτογαλίδα
  2. (γλώσσα) (αρσενικό, μόνο στον ενικό) τα πορτογαλικά, η πορτογαλική γλώσσα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=português&oldid=7094358"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Απριλίου 2025, στις 07:13

Γλώσσες

    • Aragonés
    • Asturianu
    • Brezhoneg
    • Català
    • Čeština
    • English
    • Español
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • हिन्दी
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Ido
    • Íslenska
    • Italiano
    • 日本語
    • ქართული
    • 한국어
    • Кыргызча
    • Lëtzebuergesch
    • Limburgs
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • Dorerin Naoero
    • Plattdüütsch
    • Nederlands
    • Occitan
    • Polski
    • Português
    • Română
    • Русский
    • Sängö
    • Soomaaliga
    • Svenska
    • Тоҷикӣ
    • Tagalog
    • Türkçe
    • Oʻzbekcha / ўзбекча
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Απριλίου 2025, στις 07:13.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας