• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Πορτογάλος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : πορτογάλος

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Κύριο όνομα
      • 1.1.1 Άλλες μορφές
      • 1.1.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πορτογάλος οι Πορτογάλοι
      γενική του Πορτογάλου των Πορτογάλων
    αιτιατική τον Πορτογάλο τους Πορτογάλους
     κλητική Πορτογάλε Πορτογάλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Πορτογάλος αρσενικό (θηλυκό Πορτογαλίδα)

  • (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Πορτογαλία ή έχει πορτογαλική υπηκοότητα

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • Πορτογαλέζος (οικείο)

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    Πορτογάλος
  • αγγλικά : Portuguese (en)
  • γαλλικά : Portugais (fr)
  • εσπεράντο : portugalo (eo)
  • ισπανικά : portugués (es)
  • ιταλικά : portoghese (it)
  • πολωνικά : Portugalczyk (pl)
  • πορτογαλικά : português (pt)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Πορτογάλος&oldid=5653706"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2023, στις 16:17
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2023, στις 16:17.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie