κατάγομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατάγομαι < παθητική φωνή του ρήματος κατάγω
Ρήμα
επεξεργασίακατάγομαι
- προέρχομαι από κάποιον τόπο
- ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης καταγόταν από τη Λέσβο
- η πατάτα ως προϊόν κατάγεται από την περιοχή της Ν. Αμερικής
- προέρχομαι από κάποια οικογένεια ή φυλή
- κατάγεται από οικογένεια καλλιτεχνική, καθώς και οι δύο του γονείς είναι μουσικοί
- φυλή που κατάγεται από τους Μάγια
- αποτελώ εξέλιξη κάποιου πράγματος
- η λέξη "άσπρος" κατάγεται από το λατινικό asper
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κατάγομαι
|