ενεστώτας come from
γ΄ ενικό ενεστώτα comes from
αόριστος came from
παθητική μετοχή come from
ενεργητική μετοχή coming from

  Ετυμολογία

επεξεργασία
come from < → δείτε τις λέξεις come και from

come from (en)

  1. κατάγομαι από, προέρχομαι από, βγαίνω από, είμαι από τον τόπο γέννησής μου ή από τον τόπο που μένω
    ⮡  Where do you come from?
    Από που κατάγεστε;
    ⮡  I come from Sparta.
    Κατάγομαι από τη Σπάρτη.
    ⮡  He comes from a good family.
    Κατάγεται από/Προέρχεται από/Βγαίνει από καλή οικογένεια.
    ⮡  People coming from all parts of the country…
    Άνθρωποι προερχόμενοι από όλα τα μέρη της χώρας…
  2. προέρχομαι από, έρχομαι από, ξεκινώ από ένα συγκεκριμένο μέρος ή παράγεται από ένα συγκεκριμένο πράγμα
    ⮡  an income coming from investments - εισόδημα που προέρχεται από επενδύσεις
    ⮡  Many English words come from Greek.
    Πολλές αγγλικές λέξεις προέρχονται από τα Ελληνικά.
    ⮡  The plan came from his brother.
    Το σχέδιο προήλθε από τον αδελφό του.
    ⮡  Where does this coffee come from?
    Από πού έρχεται αυτός ο καφές;
  3. προέρχομαι από, βγαίνω από, είναι αποτέλεσμα κάτι
    ⮡  Nothing good will come from this meeting.
    Τίποτα καλό δε θα προέλθει από αυτή τη συνάντηση.
    ⮡  Nothing good will come from all of this.
    Δεν θα βγει τίποτα καλό από όλα αυτά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη result