έρχομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έρχομαι < αρχαία ελληνική ἔρχομαι. Ορισμένοι τύποι, από θέματα χωρίς ετυμολογική σύνδεση, όπως έλα!, ήρθα/ήλθα (που συνδέονται με το ελαύνω και το έλευση).[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
έρχομαι, αορ. ήλθα και ήρθα, παρακείμενος: έχω έρθει, μετοχή ερχόμενος
- μετακινούμαι από έναν τόπο μακρινότερο σε κάποιον κοντινότερο
- η κακοκαιρία έρχεται συνήθως από δυτικά
- είμαι ίσος στο μέγεθος, φτάνω
- ψήλωσε το παιδί. Τώρα μου έρχεται ως τον ώμο
- (για ρούχα) ταιριάζω στο μέγεθος
- δε μου έρχεται καλά αυτό το παντελόνι. Πρέπει να το κοντύνω
- (επίσημο) συμμετέχω μαζί με άλλον/άλλους σε κάτι κοινό
- έρχομαι εις γάμου κοινωνίαν: παντρεύομαι, νυμφεύομαι
- (στο γ' πρόσωπο, για ιδέα ή παρόρμηση)
- δεν ξέρω τι μου ήρθε και το 'κανα αυτό, πάντως το μετάνιωσα πικρά
- πώς σου ήρθε αυτό; (για συνήθως παράδοξες ιδέες)
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- ανακατωμένος ο ερχόμενος!:
- Ελα!/Έλα τώρα!: ησύχασε/κάτσε φρόνιμα
- Ελα!/Έλα τώρα!: (δηλώνει έκπληξη) τι λες! σοβαρά (μιλάς}; σοβαρολογείς;
- έλα τώρα καϋμένε/σε παρακαλώ!: άφησέ τα αυτά/μη μου τα λες αυτά - δεν είναι σοβαρά αυτά που λες
- έρχομαι στα συγκαλά μου: συνέρχομαι, λογικεύομαι
- έρχομαι στα χέρια και ήρθαν στα λόγια: τσακώνομαι
- έρχομαι σε διαπραγμάτευση: προσεγγίζω, διαπραγματεύομαι
- μου ήρθε κόλπος, μου ήρθε νταμπλάς: → βλέπε έκφραση: τα κακάρωσα
- δεν μου έρχεται τίποτα: δεν μπορώ να το θυμηθώ αυτή τη στιγμή
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
έρχομαι
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.