Δείτε επίσης: ἀντεπεξέρχομαι

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αντεπεξέρχομαι < αρχαία ελληνική ἀντεπεξέρχομαι (βγαίνω για να αντιμετωπίσω μια επίθεση, αντεπιτίθεμαι) < ἀντί + ἐπί + ἐξ + ἔρχομαι & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική faire face à [1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /an.de.peˈkseɾ.xo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντε‐πε‐ξέρ‐χο‐μαι

  ΡήμαΕπεξεργασία

αντεπεξέρχομαι, αόρ.: αντεπεξήλθα (αποθετικό ρήμα)

  • (λόγιο) ανταποκρίνομαι με επιτυχία στις ανάγκες ή στις υποχρεώσεις μου
    οι μαθητές καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια να αντεπεξέλθουν στις σχολικές τους υποχρεώσεις

ΣημειώσειςΕπεξεργασία

  • ο συνηθισμένος εσφαλμένος τύπος ανταπεξέρχομαι (με -α-) έχει προκύψει μετά από ανομοίωση των αλλεπάλληλων ε...ε... ή έχει παρασυσχετιστεί ετυμολογικά με σύνθετα όπως ανταποδίδω, ανταποκρίνομαι κ.λπ.

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία