αντεπεξέρχομαι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντεπεξέρχομαι < αρχαία ελληνική ἀντεπεξέρχομαι (βγαίνω για να αντιμετωπίσω μια επίθεση, αντεπιτίθεμαι) < ἀντί + ἐπί + ἐξ + ἔρχομαι & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική faire face à [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.de.peˈkseɾ.xo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντε‐πε‐ξέρ‐χο‐μαι
ΡήμαΕπεξεργασία
αντεπεξέρχομαι, αόρ.: αντεπεξήλθα (αποθετικό ρήμα)
- (λόγιο) ανταποκρίνομαι με επιτυχία στις ανάγκες ή στις υποχρεώσεις μου
- ↪ οι μαθητές καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια να αντεπεξέλθουν στις σχολικές τους υποχρεώσεις
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- ο συνηθισμένος εσφαλμένος τύπος ανταπεξέρχομαι (με -α-) έχει προκύψει μετά από ανομοίωση των αλλεπάλληλων ε...ε... ή έχει παρασυσχετιστεί ετυμολογικά με σύνθετα όπως ανταποδίδω, ανταποκρίνομαι κ.λπ.
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ αντεπεξέρχομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.