ανταποκρίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανταποκρίνομαι < (ελληνιστική κοινή) ἀνταποκρίνομαι < αρχαία ελληνική ἀποκρίνομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἀποκρίνω < κρίνω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική correspondre)
Ρήμα
επεξεργασίαανταποκρίνομαι
- συμφωνώ με κάτι, αντιστοιχώ σ’ αυτό ή βρίσκομαι σε αναλογία μ’ αυτό
- είμαι αρκετός ή αντάξιος
- δέχομαι, αντιδρώ θετικά
Συγγενικά
επεξεργασία- ανταποκρινόμενος
- ανταπόκριση
- ανταποκριτής
- ανταποκριτικός
- ανταποκρίτρια
- → δείτε τις λέξεις αντί, αποκρίνομαι και κρίνω