ανταποκριτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανταποκριτής < ανταποκρί(νομαι) + -τής μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική correspondant [1]
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1805
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.da.po.kɾiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντα‐πο‐κρι‐τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανταποκριτής αρσενικό (θηλυκό ανταποκρίτρια)
- (επάγγελμα) ο δημοσιογράφος που στέλνει μια ανταπόκριση από άλλη πόλη ή χώρα στο μέσο στο οποίο εργάζεται
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανταποκριτής
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανταποκριτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας