πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανταποκριτής οι ανταποκριτές
      γενική του ανταποκριτή των ανταποκριτών
    αιτιατική τον ανταποκριτή τους ανταποκριτές
     κλητική ανταποκριτή ανταποκριτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ανταποκριτής < ανταποκρί(νομαι) + -τής μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική correspondant [1]
Η λέξη μαρτυρείται από το 1805
ΔΦΑ : /an.da.po.kɾiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανταποκριτής

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανταποκριτής αρσενικό (θηλυκό ανταποκρίτρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία