απεσταλμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απεσταλμένος < αποστέλλομαι < αποστέλλω
Μετοχή
επεξεργασίααπεσταλμένος, η, ο
- μεσολαβητής ή διαπραγματευτής ή εκπρόσωπος για ορισμένα ζητήματα
- ※ Απεσταλμένος του ΟΗΕ ζητά «άμεσο και άνευ όρων» πάγωμα των στρατιωτικών δραστηριοτήτων" (Περιφερειακό Κέντρο Πληροφόρησης του ΟΗΕ, 07/03/2020 [1])
- (επάγγελμα) στη δημοσιογραφική ορολογία, ο ανταποκριτής και στους πολιτικούς φορείς, μόνιμος αντιπρόσωπος)
- ⮡ Είμαι απεσταλμένη της εφημερίδας Financial Times στην Αθήνα"
- ⮡ Καλύπτω τη συνέντευξη του Πρωθυπουργού στις Βρυξέλλες ως απεσταλμένος του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων