διαπραγματευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαπραγματευτής < διαπραγματεύ(ομαι) + -τής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.pɾaɣ.ma.teˈftis/ & /ðʝa.pɾaɣ.ma.teˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐πραγ‐μα‐τευ‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαπραγματευτής αρσενικό (θηλυκό διαπραγματεύτρια)
- αυτός που έχει αναλάβει μία διαπραγμάτευση εκπροσωπώντας τη μία από τις δύο ή περισσότερες πλευρές
- ⮡ ο απεσταλμένος του ΟΗΕ συναντήθηκε με τους διαπραγματευτές και των δύο πλευρών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαπραγματευτής