διαπραγματεύομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαπραγματεύομαι < ελληνιστική κοινή διαπραγματεύομαι (: κερδίζω από εμπορική συναλλαγή) και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική négocier
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
διαπραγματεύομαι
- συζητώ με κάποιον προκειμένου να καταλήξουμε σε κάποια οικονομική συμφωνία ή να λυθεί μια διαφορά μας, κάνω μια διαπραγμάτευση
- αναλύω, αναπτύσσω ένα επιστημονικό θέμα
Επεξεργασία
- διαπραγμάτευση
- διαπραγματευτής
- διαπραγματεύσιμος
- διαπραγματευτικός
- πραγματεία
- πραμάτεια
- πραγματεύομαι
- πραματευτής
ΚλίσηΕπεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαπραγματεύομαι | διαπραγματευόμουν(α) | θα διαπραγματεύομαι | να διαπραγματεύομαι | διαπραγματευόμενος | |
β' ενικ. | διαπραγματεύεσαι | διαπραγματευόσουν(α) | θα διαπραγματεύεσαι | να διαπραγματεύεσαι | (διαπραγματεύου) | |
γ' ενικ. | διαπραγματεύεται | διαπραγματευόταν(ε) | θα διαπραγματεύεται | να διαπραγματεύεται | ||
α' πληθ. | διαπραγματευόμαστε | διαπραγματευόμαστε διαπραγματευόμασταν |
θα διαπραγματευόμαστε | να διαπραγματευόμαστε | ||
β' πληθ. | διαπραγματεύεστε | διαπραγματευόσαστε διαπραγματευόσασταν |
θα διαπραγματεύεστε | να διαπραγματεύεστε | (διαπραγματεύεστε) | |
γ' πληθ. | διαπραγματεύονται | διαπραγματεύονταν διαπραγματευόντουσαν |
θα διαπραγματεύονται | να διαπραγματεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαπραγματεύτηκα | θα διαπραγματευτώ | να διαπραγματευτώ | διαπραγματευτεί | ||
β' ενικ. | διαπραγματεύτηκες | θα διαπραγματευτείς | να διαπραγματευτείς | διαπραγματεύσου | ||
γ' ενικ. | διαπραγματεύτηκε | θα διαπραγματευτεί | να διαπραγματευτεί | |||
α' πληθ. | διαπραγματευτήκαμε | θα διαπραγματευτούμε | να διαπραγματευτούμε | |||
β' πληθ. | διαπραγματευτήκατε | θα διαπραγματευτείτε | να διαπραγματευτείτε | διαπραγματευτείτε | ||
γ' πληθ. | διαπραγματεύτηκαν διαπραγματευτήκαν(ε) |
θα διαπραγματευτούν(ε) | να διαπραγματευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαπραγματευτεί | είχα διαπραγματευτεί | θα έχω διαπραγματευτεί | να έχω διαπραγματευτεί | διαπραγματευμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαπραγματευτεί | είχες διαπραγματευτεί | θα έχεις διαπραγματευτεί | να έχεις διαπραγματευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαπραγματευτεί | είχε διαπραγματευτεί | θα έχει διαπραγματευτεί | να έχει διαπραγματευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαπραγματευτεί | είχαμε διαπραγματευτεί | θα έχουμε διαπραγματευτεί | να έχουμε διαπραγματευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαπραγματευτεί | είχατε διαπραγματευτεί | θα έχετε διαπραγματευτεί | να έχετε διαπραγματευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαπραγματευτεί | είχαν διαπραγματευτεί | θα έχουν διαπραγματευτεί | να έχουν διαπραγματευτεί |