αναλύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αναλύω < αρχαία ελληνική ἀναλύω
Ρήμα
επεξεργασία
αναλύω, πρτ.: ανέλυα/ανάλυα, στ.μέλλ.: θα αναλύσω, αόρ.: ανέλυσα/ανάλυσα, παθ.φωνή: αναλύομαι, π.αόρ.: αναλύθηκα, μτχ.π.π.: αναλυμένος
- κάνω ανάλυση, λύνω κάτι στα μέρη που το αποτελούν, διαχωρίζω τα συστατικά του
- Πήρα νερό από την πηγή του χωριού και το έστειλα να το αναλύσουν στο Γενικό Χημείο του Κράτους
- Άμα βάλεις ένα πρίσμα θα δεις πώς αναλύει το φως στα χρώματα της ίριδας
- Ο ψυχίατρος με βοηθάει να αναλύσω το κεντρικό μου πρόβλημα στα επί μέρους
- εξετάζω κάτι λεπτομερώς, για να εμβαθύνω αλλά και γενικά για να το κατανοήσω
- Οι ειδικοί πρέπει να αναλύουν τα ζητήματα για να τα καταλαβαίνει ο πολίτης και όχι για να τον μπερδεύουν
- (γραμματική) τεχνολογώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναλύω | ανέλυα | θα αναλύω | να αναλύω | αναλύοντας | |
β' ενικ. | αναλύεις | ανέλυες | θα αναλύεις | να αναλύεις | ανάλυε | |
γ' ενικ. | αναλύει | ανέλυε | θα αναλύει | να αναλύει | ||
α' πληθ. | αναλύουμε | αναλύαμε | θα αναλύουμε | να αναλύουμε | ||
β' πληθ. | αναλύετε | αναλύατε | θα αναλύετε | να αναλύετε | αναλύετε | |
γ' πληθ. | αναλύουν(ε) | ανέλυαν αναλύαν(ε) |
θα αναλύουν(ε) | να αναλύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανέλυσα | θα αναλύσω | να αναλύσω | αναλύσει | ||
β' ενικ. | ανέλυσες | θα αναλύσεις | να αναλύσεις | ανάλυσε | ||
γ' ενικ. | ανέλυσε | θα αναλύσει | να αναλύσει | |||
α' πληθ. | αναλύσαμε | θα αναλύσουμε | να αναλύσουμε | |||
β' πληθ. | αναλύσατε | θα αναλύσετε | να αναλύσετε | αναλύστε | ||
γ' πληθ. | ανέλυσαν αναλύσαν(ε) |
θα αναλύσουν(ε) | να αναλύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναλύσει | είχα αναλύσει | θα έχω αναλύσει | να έχω αναλύσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναλύσει | είχες αναλύσει | θα έχεις αναλύσει | να έχεις αναλύσει | έχε αναλυμένο | |
γ' ενικ. | έχει αναλύσει | είχε αναλύσει | θα έχει αναλύσει | να έχει αναλύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναλύσει | είχαμε αναλύσει | θα έχουμε αναλύσει | να έχουμε αναλύσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναλύσει | είχατε αναλύσει | θα έχετε αναλύσει | να έχετε αναλύσει | έχετε αναλυμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αναλύσει | είχαν αναλύσει | θα έχουν αναλύσει | να έχουν αναλύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αναλυμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αναλυμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αναλυμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αναλυμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναλύομαι | αναλυόμουν(α) | θα αναλύομαι | να αναλύομαι | ||
β' ενικ. | αναλύεσαι | αναλυόσουν(α) | θα αναλύεσαι | να αναλύεσαι | (αναλύου) | |
γ' ενικ. | αναλύεται | αναλυόταν(ε) | θα αναλύεται | να αναλύεται | ||
α' πληθ. | αναλυόμαστε | αναλυόμαστε αναλυόμασταν |
θα αναλυόμαστε | να αναλυόμαστε | ||
β' πληθ. | αναλύεστε | αναλυόσαστε αναλυόσασταν |
θα αναλύεστε | να αναλύεστε | (αναλύεστε) | |
γ' πληθ. | αναλύονται | αναλύονταν αναλυόντουσαν |
θα αναλύονται | να αναλύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναλύθηκα | θα αναλυθώ | να αναλυθώ | αναλυθεί | ||
β' ενικ. | αναλύθηκες | θα αναλυθείς | να αναλυθείς | αναλύσου | ||
γ' ενικ. | αναλύθηκε | θα αναλυθεί | να αναλυθεί | |||
α' πληθ. | αναλυθήκαμε | θα αναλυθούμε | να αναλυθούμε | |||
β' πληθ. | αναλυθήκατε | θα αναλυθείτε | να αναλυθείτε | αναλυθείτε | ||
γ' πληθ. | αναλύθηκαν αναλυθήκαν(ε) |
θα αναλυθούν(ε) | να αναλυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναλυθεί | είχα αναλυθεί | θα έχω αναλυθεί | να έχω αναλυθεί | αναλυμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναλυθεί | είχες αναλυθεί | θα έχεις αναλυθεί | να έχεις αναλυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναλυθεί | είχε αναλυθεί | θα έχει αναλυθεί | να έχει αναλυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναλυθεί | είχαμε αναλυθεί | θα έχουμε αναλυθεί | να έχουμε αναλυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναλυθεί | είχατε αναλυθεί | θα έχετε αναλυθεί | να έχετε αναλυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναλυθεί | είχαν αναλυθεί | θα έχουν αναλυθεί | να έχουν αναλυθεί |