Ετυμολογία

επεξεργασία
λύνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λύνω < αρχαία ελληνική λύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈli.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λύ‐νω
 
ομόηχο: Λίνο
τονικό παρώνυμο: λινό

λύνω, πρτ.: έλυνα, στ.μέλλ.: θα λύσω, αόρ.: έλυσα, παθ.φωνή: λύνομαι, π.αόρ.: λύθηκα, μτχ.π.π.: λυμένος

  1. χαλαρώνω το δέσιμο, ξεσφίγγω, ξεδένω, αποδεσμεύω, ελευθερώνω από δέσιμο
    ⮡  λύνω τη γραβάτα, λύνω τα κορδόνια μου
    ⮡  Ο κρατούμενος κατάφερε να λυθεί και να αποδράσει.
    ⮡  λύνω το χειρόφρενο, λύνω το σκύλο
  2. αποσυναρμολογώ
    ⮡  μου πήρε μια ώρα να λύσω τη μηχανή
  3. τερματίζω, δίνω τέλος σε κάτι
    ⮡  λύνω τα μάγια, λύνω τη σιωπή, λύθηκε η απεργία
  4. επιλύω, βρίσκω την απάντηση σε μαθηματικό πρόβλημα, σε μυστήριο ή παιχνίδι
    ⮡  λύνω την εξίσωση, έλυσα το σταυρόλεξο
    ⮡  αυτή η άσκηση των μαθηματικών λύνεται εύκολα
    ⮡  Η αστυνομία καλείται να λύσει το μυστήριο της εξαφάνισης.
  5. διακόπτω, διαλύω
    ⮡  λύνω τη συμφωνία, λύνω τον αρραβώνα
    → δείτε και  τους ζυγούς λύσατε!
  6. για τους παθητικούς τύπους: → δείτε τη λέξη λύνομαι
  7. → δείτε και τη λέξη λύω

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



λύνω