Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

επιλύω

  • (λόγιο) βρίσκω την τελική λύση σε ένα πρόβλημα
ο δάσκαλος πρέπει σε καθημερινή βάση να επιλύει προβλήματα που ανακύπτουν από τις σχέσεις μεταξύ των μαθητών

  Μεταφράσεις επεξεργασία