λύση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λύση | οι | λύσεις |
γενική | της | λύσης* | των | λύσεων |
αιτιατική | τη | λύση | τις | λύσεις |
κλητική | λύση | λύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λύση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λύ(σις) + -ση < λύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈli.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λύ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλύση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λύνω
- αποδέσμευση, απαλλαγή
- εύρεση του ζητούμενου σε πρόβλημα, αίνιγμα κτλ.
- ⮡ η λύση του προβλήματος
- κατάργηση, ακύρωση νομικού ή ηθικού δεσμού
- ⮡ η λύση του συμβολαίου
- κανονισμός, διευθέτηση (ενός ζητήματος)
- έκβαση, τερματισμός της υπόθεσης ενός λογοτεχνήματος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις λύνω και λύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λύνω
|
αποδέσμευση, απαλλαγή
κατάργηση, ακύρωση νομικού ή ηθικού δεσμού
κανονισμός, διευθέτηση ενός ζητήματος
έκβαση, τερματισμός της υπόθεσης ενός λογοτεχνήματος