↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λῠσῐ- λῠσε-
ονομαστική λύσῐς αἱ λύσεις
      γενική τῆς λύσεως
λύσιος (ιωνικός)
τῶν λύσεων
      δοτική τῇ λύσει ταῖς λύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λύσῐν τὰς λύσεις
     κλητική ! λύσῐ λύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λύσει
γεν-δοτ τοῖν  λυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λύσις, ήδη ομηρικό < λύ(ω) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λύσις, -εως [λῠσῐς] θηλυκό

  1. λύση, αποδέσμευση, λύσιμο
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 421 (420-422)
    αὐτὰρ ἐγὼ βούλευον, ὅπως ὄχ᾽ ἄριστα γένοιτο, | εἴ τιν᾽ ἑταίροισιν θανάτου λύσιν ἠδ᾽ ἐμοὶ αὐτῷ | εὑροίμην·
    Όμως κι εγώ το μελετούσα κιόλας, το πώς θα πήγαινε το πράγμα στο καλύτερο, | γυρεύοντας τη λύση, από τον θάνατο να σώσω τους συντρόφους μου κι εμένα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. απελευθέρωση, λύτρα, εξαγορά
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 655 (653-655)
    τῶν εἴ τίς σε ἴδοιτο θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν, | αὐτίκ᾽ ἂν ἐξείποι Ἀγαμέμνονι ποιμένι λαῶν, | καί κεν ἀνάβλησις λύσιος νεκροῖο γένηται.
    και αν κάποιος απ᾽ αυτούς σε ιδεί, μέσα στην μαύρην νύκτα | μη δώσει ευθύς την είδησιν στον αρχηγόν Ατρείδην | και του νεκρού την λύτρωσιν μη τύχη ν᾽ αντισκόψει·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  3. απελευθέρωση, απαλλαγή, κάθαρση, εξιλέωση
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 1171 (1169-1172)
    ἥ μοι χρόνῳ τῷ ζῶντι καὶ παρόντι νῦν | ἔφασκε μόχθων τῶν ἐφεστώτων ἐμοὶ | λύσιν τελεῖσθαι· κἀδόκουν πράξειν καλῶς. | τὸ δ᾽ ἦν ἄρ᾽ οὐδὲν ἄλλο πλὴν θανεῖν ἐμέ.
    λοιπόν λένε πως αυτό τον καιρό που είμαστε τώρα | θενά ᾽βρω απαλλαγή απ᾽ τα βάσανά μου | πού ειχα ως τώρα· | μα αυτό δεν ήταν τίποτ᾽ άλλο, παρά πως θα πεθάνω·
    Μετάφραση χ.χ.: Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 921 (919-921)
    πρὸς σ᾽, ὦ Λύκει᾽ Ἄπολλον, ἄγχιστος γὰρ εἶ, | ἱκέτις ἀφῖγμαι τοῖσδε σὺν κατεύγμασιν, | ὅπως λύσιν τιν᾽ ἡμὶν εὐαγῆ πόρῃς·
    γι᾽ αυτό προσπέφτω ικέτισσα σ᾽ εσένα Λύκειε Απόλλων, | που γειτονεύεις με το σπιτικό μας, προσφέροντας τα δώρα μου, | ζητώντας λύτρωση και καθαρμό.
    Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  4. αποχωρισμός της ψυχής από το σώμα
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Φαίδων, 67d @scaife.perseus
    οὐκοῦν τοῦτό γε θάνατος ὀνομάζεται, λύσις καὶ χωρισμὸς ψυχῆς ἀπὸ σώματος;
  5. ανασκευή ενός επιχειρήματος, αναίρεση
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 2, 1402b
    τὸ δὲ εἰκὸς οὐ τὸ ἀεὶ ἀλλὰ τὸ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, φανερὸν ὅτι τὰ τοιαῦτα μὲν τῶν ἐνθυμημάτων ἀεὶ ἔστι λύειν φέροντα ἔνστασιν, ἡ δὲ λύσις φαινομένη ἀλλ᾽ οὐκ ἀληθὴς ἀεί· οὐ γὰρ ὅτι οὐκ εἰκός λύει ὁ ἐνιστάμενος, ἀλλ᾽ ὅτι οὐκ ἀναγκαῖον· διὸ καὶ ἀεὶ ἔστι πλεονεκτεῖν ἀπολογούμενον μᾶλλον ἢ κατηγοροῦντα διὰ τοῦτον τὸν παραλογισμόν·
    δεδομένου, επίσης, ότι πιθανό δεν είναι το πάντοτε αληθινό αλλά αυτό που είναι αληθινό τις περισσότερες φορές, είναι φανερό α) ότι αυτού του είδους τα ενθυμήματα είναι πάντοτε δυνατό να ανασκευάζονται με ένσταση, β) ότι αυτή η ανασκευή είναι φαινομενική, όχι ουσιαστικά ισχυρή: η ένσταση δεν αναιρεί την πιθανοφάνεια αυτών που υποστηρίζει ο αντίπαλος, αλλά μόνο ότι το συμπέρασμά του δεν είναι υποχρεωτικό· αυτός είναι και ο λόγος που με αυτού του είδους τον παρα-συλλογισμό ο απολογούμενος βρίσκεται πάντοτε σε πλεονεκτική θέση έναντι του κατηγόρου·
    Μετάφραση (2002, 2004): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  6. λύση, εύρεση αυτού που ζητάμε σε ένα πρόβλημα, στην υπόθεση ενός έργου κλπ.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 7, 1146b
    Αἱ μὲν οὖν ἀπορίαι τοιαῦταί τινες συμβαίνουσιν, τούτων δὲ τὰ μὲν ἀνελεῖν δεῖ τὰ δὲ καταλιπεῖν· ἡ γὰρ λύσις τῆς ἀπορίας εὕρεσίς ἐστιν.
    Αυτές είναι, γενικά, οι δυσκολίες που ανακύπτουν ενσχέσει με το θέμα μας: μερικές από αυτές πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε και να τις παραμερίσουμε, και άλλες να τις κρατήσουμε — η αντιμετώπιση και λύση της δυσκολίας ισοδυναμεί με εύρεση της αλήθειας.
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  7. διάλυση
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Νόμοι, 12, 945c @scaife.perseus
    πολλοὶ καιροὶ πολιτείας λύσεώς εἰσιν, καθάπερ νεὼς ἢ ζῴου τινός, οὓς ἐντόνους τε καὶ ὑποζώματα καὶ νεύρων ἐπιτόνους, μίαν οὖσαν φύσιν διεσπαρμένην, πολλαχοῦ πολλοῖς ὀνόμασιν προσαγορεύομεν·
  8. κατάπαυση, τερματισμός
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 637 (637-638)
    οὐδέ τις ἦν ἔριδος χαλεπῆς λύσις οὐδὲ τελευτὴ | οὐδετέροις, ἶσον δὲ τέλος τέτατο πτολέμοιο.
    Της φοβερής της έριδας λύση καμία και τέλος δεν υπήρχε | και για τις δυο πλευρές, και του πολέμου η έκβαση ήταν ισόρροπη.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  9. (για πυρετό) (ιατρική) μείωση, ελάττωση
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Aphorismi, Ἀφορισμοί , 7.42, @scaife.perseus
    Ἢν πυρετὸς μὴ ἀπὸ χολῆς ἔχῃ, ὕδατος πολλοῦ καὶ θερμοῦ καταχεομένου κατὰ τῆς κεφαλῆς, λύσις τοῦ πυρετοῦ γίνεται.
  10. απαλλαγή από υποθήκη, ενέχυρο ή δέσμευση
    ※  τέλη 4ου πκε αιώνα, Επιγραφή από την περιοχή της Ηφαιστίας Λήμνου. IG XII,8 19. στίχ. 1-8 @epigraphy.packhum.org
    ἐπὶ Νικοδώρου ἄρ[χον]-
    τος. ὅρος χωρίου καὶ ο[ἰκί]-
    ας πεπραμένων ἐπὶ
    λύσει Χ∶ δραχμῶν ὀρ-
    γειῶσι τοῦ Ἡρακλεί[ου]ς
    τοῦ ἐ[ν] Κόμει κατὰ τὸ γρα-
    μματεῖον τὸ ὀργειωνι-
    κόν.
    ※  4ος πκε αιώνας, Επιγραφή από την περιοχή του Κεραμεικού στην Αθήνα. Hesperia Suppl. 9 (1951) 35,23. στίχ. 1-7 @epigraphy.packhum.org
    [ὅρος χωρίου πε]-
    [πραμένου ἐπὶ λύ]-
    [σει τῶι δεῖνι Ἀναγυρ]-
    ασίω̣ι ([Φυλ]ασίω̣ι?) κατ̣ὰ τ̣ὰς συ̣ν̣-
    θήκας, αἳ κεῖν̣ται παρὰ
    Πρωτέαι Ἐξηκέστου
    Ἀνακαιεῖ.
  11. (ελληνιστική σημασία , για ζωή) τερματισμός, τέλος
    ※  Επιγραφή χριστιανικής περιόδου από τις Συρακούσες της Σικελίας. IG XIV 140 , @epigraphy.packhum.org
    ἡμέρᾳ ∙ κυριακῇ δεσμευθεῖσα ∙ ἀλύτοις ∙ καμάτοις ∙ ἐπὶ ∙ κοίτης,
    ἧς καὶ τοὔνομα ∙ Κυριακή ∙ ἡμέρᾳ ∙ κυριακῇ ∙ παντὸς ∙ βίου ∙ λύσιν
    ἔσχε, τὴν ᾔτησε, πρὸ ∙ πρώτης ∙ καλανδῶν ∙ Μαίων ∙ ☧
  12. (ελληνιστική σημασία) ερμηνεία, εξήγηση
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Βασιλέων ἀποφθέγματα καὶ στρατηγῶν, 90.11 @scaife.perseus
    Ὁρτησίου δὲ τοῦ ῥήτορος λαβόντος μισθὸν ἀργυρᾶν σφίγγα παρὰ τοῦ Βέρρου καὶ πρὸς τὸν Κικέρωνα πλαγίως τι εἰπόντα φήσαντος αἰνιγμάτων λύσεως ἀπείρως ἔχειν, καὶ μὴν ἡ σφίγξ, ἔφη, παρὰ σοί ἐστιν.
  13. (ελληνιστική σημασία) εκσπερμάτωση
  14. (ελληνιστική σημασία , γραμματική) χωρισμός ενός φωνήεντος σε δύο άλλα ή μίας λέξης σε δύο διαφορετικές
    ⮡  λιος > ἠέλιος
  15. (ελληνιστική σημασία) διαζύγιο
    ※  2ος κε αιώνας Καινή Διαθήκη, Προς Κορινθίους Α', 7.27
    δέδεσαι γυναικί; μὴ ζήτει λύσιν. λέλυσαι ἀπὸ γυναικός; μὴ ζήτει γυναῖκα.
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αιμίλιος Παύλος, 5.2 @scaife.perseus
    ἀλλʼ ἔοικεν ἀληθής τις εἶναι λόγος περὶ γάμου λύσεως γενόμενος, ὡς ἀνὴρ Ῥωμαῖος ἀπεπέμπετο γυναῖκα, τῶν δὲ φίλων νουθετούντων αὐτόν, οὐχὶ σώφρων; οὐκ εὔμορφος;

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη λύω