↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενέχυρο τα ενέχυρα
      γενική του ενέχυρου
ενεχύρου
των ενέχυρων
ενεχύρων
    αιτιατική το ενέχυρο τα ενέχυρα
     κλητική ενέχυρο ενέχυρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενέχυρο < αρχαία ελληνική ἐνέχυρον < ἐν + ἐχυρός (ἐν ἐχύρῳ: με ασφάλεια) < ἔχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενέχυρο ουδέτερο

  1. η υποθήκη, η εγγύηση, το αμανάτι
  2. (νομικός όρος) πρόκειται για την ασφάλεια του δανειστή σε περίπτωση μη καταβολής χρέους από τη μεριά του δανειζόμενου και αφορά μόνο κίνητα πράγματα και δικαιώματα
    έβαλε ενέχυρο ό,τι είχε και δεν είχε για να πάρει το δάνειο, αλλά το σπίτι του ούτε κατά διάνοια

συγγενείς

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία